Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυλή η [avlí] Ο29 : 1.ο αστέγαστος περιφραγμένος χώρος μπροστά, πίσω ή γύρω από ένα σπίτι ή άλλο κτίσμα· προαύλιο, περίβολος: H ~ του σπιτιού / του σχολείου. Πλακόστρωτη ~. Εσωτερική ~. 2α. το προσωπικό (σύμβουλοι, ακόλουθοι, υπηρέτες) που είναι στην υπηρεσία ενός μονάρχη (βασιλιά, αυτοκράτορα): Bασιλική / αυτοκρατορική ~. β. (μτφ., μειωτ.) οι ευνοούμενοι ή οι κόλακες που περιτριγυρίζουν ένα ισχυρό πρόσωπο.
αυλίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [1: αρχ. αὐλή· 2: λόγ. < ελνστ. αὐλή· αυλ(ή) -ίτσα]
- αυλητής ο [avlitís] Ο7 θηλ. αυλητρίδα [avlitríδa] Ο26 & αυλήτρια [avlítria] Ο27 : αυτός που παίζει αυλό: Παραστάσεις αυλητρίδων στα αρχαία αγγεία.
[λόγ. < αρχ. αὐλητής· λόγ. < αρχ. αὐλητρίς, αιτ. -ίδα· λόγ. < ελνστ. αὐλήτρια]
- άυλος -η -ο [áilos] Ε5 : α.που δεν έχει υλική υπόσταση· ασώματος, πνευματικός. ANT υλικός: Tο πνεύμα είναι άυλο. Yλικά και άυλα αγαθά. β. (μτφ., για υλικό σώμα) τόσο πολύ διάφανος, αιθέριος, ανάερος σαν να ήταν άυλος: Οι άυλες μορφές των βυζαντινών αγιογραφιών. || (οικον.): Άυλοι τίτλοι*.
[λόγ. < ελνστ. ἄϋλος]