Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσθμα
3 εγγραφές [1 - 3]
άσθμα το [ásθma] Ο49 : (ιατρ.) πάθηση που χαρακτηρίζεται από παροξυσμούς δύσπνοιας και επίμονου βήχα: Bρογχικό / αλλεργικό / καρδιακό ~.

[λόγ. < αρχ. pσθμα]

ασθμαίνω [asθméno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) λαχανιάζω, συνήθ. για κπ. που τρέχει ή βιάζεται για να προλάβει κτ.: Έφτασε ασθμαίνοντας.

[λόγ. < αρχ. ἀσθμαίνω]

ασθματικός -ή -ό [asθmatikós] Ε1 : α.που έχει σχέση με το άσθμα: ~ βήχας. Aσθματική βρογχίτιδα. Παθαίνει ασθματικές κρίσεις. β. που πάσχει από άσθμα, συνήθ. ως ουσ. ο ασθματικός.

[λόγ. < ελνστ. ἀσθματικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες