Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άποικος
1 εγγραφή
άποικος ο [ápikos] Ο19 θηλ. άποικος [ápikos] Ο36 : αυτός που είναι εγκατεστημένος και ζει σε αποικία: Οι Έλληνες άποικοι της M. Aσίας.

[λόγ. < αρχ. ἄποικος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες