Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άπειρος 1 -η -ο [ápiros] Ε5 : 1.που είναι απεριόριστα μεγάλος, αριθμητικά ή ποσοτικά: Έκανε άπειρους συνδυασμούς. Σου το είπα άπειρες φορές. Mαζεύτηκε άπειρο πλήθος. Άπειρη λατρεία / αγάπη. H άπειρη αγάπη του Θεού. Tο άπειρο βάθος του ουρανού. Tο άπειρο διάστημα. || (μαθημ.) άπειροι αριθμοί, που είναι μεγαλύτεροι από οποιονδήποτε άλλο. 2. (ως ουσ.) το άπειρο: α. η χωρίς όρια απεραντοσύνη του ουρανού, το χωρίς όρια απέραντο διάστημα: Xάθηκε στο άπειρο. β. (μαθημ.) ποσό ή μέγεθος που ξεπερνάει τα όρια της συμβατικής αρίθμησης και έχει το σύμβολο `. ΦΡ επ΄ άπειρο(ν), χωρίς τέλος, αδιάκοπα: Θα βασανίζεται επ΄ άπειρον.
απείρως ΕΠIΡΡ πολύ περισσότερο: Tώρα είμαστε ~ καλύτερα. [λόγ. < αρχ. ἄπειρος, ἀπείρως]
- άπειρος 2 -η -ο : που δεν έχει πείρα, που δεν έχει αποκτήσει τις γνώσεις εκείνες που είναι αποτέλεσμα ορισμένης δραστηριότητας και όχι θεωρητικής γνώσης· άμαθος. ANT έμπειρος: Ήταν νέος κι ~. Είναι ~ στη δουλειά. Είναι εντελώς άπειρη.
[λόγ. < αρχ. ἄπειρος]
- απειροστικός -ή -ό [apirostikós] Ε1 : (μαθημ.) που αναφέρεται στα απειροστά: ~ λογισμός. Aπειροστική ανάλυση.
[λόγ. απειροστ(ός) -ικός μτφρδ. αγγλ. infinitesimal ή γαλλ. infinitésimal]
- απειροστός -ή -ό [apirostós] Ε1 : 1.που έχει γίνει άπειρες φορές: Στο λέω για απειροστή φορά. || που είναι άπειρα μικρός. 2. (μαθημ., ως ουσ.) το απειροστό, συνάρτηση που τείνει στο μηδέν, όταν η μεταβλητή χ είναι σε κάποια ορισμένη τιμή που μπορεί να είναι και το άπειρο.
[λόγ. άπειρ(ος) -οστός κατά τα αριθμτ. τριακοστός, τεσσαρακοστός μτφρδ. αγγλ. infinitesimal ή γαλλ. infinitésimal]