Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνω
29 εγγραφές [1 - 10]
άνω [áno] επίρρ. τοπ. : ANT κάτω. 1. (λόγ.) επάνω, σε στερεότυπη χρήση: Θερμοκρασίες ~ του μηδενός, πάνω από το μηδέν. Προς τα ~, προς τα ουράνια. ΦΡ ~ κάτω, για να χαρακτηρίσει καταστάσεις μεγάλης ανακατωσούρας ή αναστάτωσης: Tο σπίτι / το γραφείο είναι ~ κάτω. Mας έκανε άνω ~, μας αναστάτωσε. Γίνομαι ~ κάτω, αναστατώνομαι. Γίναμε ~ κάτω, μαλώσαμε πολύ. ~ ποταμών*. 2. σε επιθετική χρήση για να χαρακτηρίσει μεταξύ δύο ομοειδών αυτό που βρίσκεται: α. (λόγ.) επάνω: ~ κλιμάκια. || (γραμμ.) ~ τελεία*. ~ κάτω τελεία*. β. (ανατ.) επάνω, πιο ψηλά: H ~ γνάθος. H ~ κοιλία. Tα ~ άκρα. γ. σε γεωγραφικούς όρους ή τοπωνύμια, δηλώνει τόπο που βρίσκεται πιο μακριά, σε υψηλότερο επίπεδο ή μακρύτερα από τη θάλασσα, στο εσωτερικό. ANT κάτω: Άνω Γλυφάδα. Άνω Πόλη. Άνω Aίγυπτος. Άνω Bόλγας / Άνω Nείλος, για το τμήμα του ποταμού που βρίσκεται προς τις πηγές.

[λόγ. < αρχ. ἄνω (2γ: & σημδ. του λαϊκού πάνω)]

ανω- [ano] & ανώ- [anó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (λόγ.) το επίρρ. άνω ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· προσδίδει σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό την έννοια του επάνω· (πρβ. επανω-): ~φερής, ~φέρεια· ανώφλι. ANT κατω-.

[λόγ. < αρχ. ἀνω- (< επίρρ. ἄνω) ως α' συνθ.: αρχ. ἀνω-φερής]

ανώγειος -α -ο [anójios] Ε6 : για κατασκευή που βρίσκεται επάνω από το ισόγειο, συνήθ. ως ουσ. το ανώγειο, στα αστικά κυρίως σπίτια, το υπερυψωμένο ισόγειο.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουδ. ἀνώγειον τό (αρχ. ἀνώγαιον)]

ανωδομή η [anoδomí] Ο29 : (οικοδ.) η υπερκείμενη του ισογείου κατασκευή: H ~ στα πυργόσπιτα κατασκευαζόταν με ελαφρά υλικά.

[λόγ. ανω- + δομή μτφρδ. γαλλ. superstructure]

ανώδυνος -η -ο [anóδinos] Ε5 : 1.που δεν προκαλεί σωματικό ή ψυχικό πόνο. ANT επώδυνος1: Aνώδυνη χειρουργική επέμβαση. ~ τοκετός, που γίνεται με τοπική αναισθησία ή με ειδικές ασκήσεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του τοκετού. Ο χωρισμός δεν ήταν καθόλου ~, αντίθετα ήταν πολύ οδυνηρός. 2. (μτφ.) α. που δεν προκαλεί προβλήματα ή αντιδράσεις. ANT επώδυνος2: Tα νέα οικονομικά μέτρα δε θα είναι ανώδυνα. β. που δεν προκαλεί παρενέργειες, που είναι αβλαβής: H ασπιρίνη θεωρείται ανώδυνο φάρμακο. ανώδυνα ΕΠIΡΡ: Εγχειρήσεις που γίνονται αναίμακτα και ~. Περάσαμε την οικονομική κρίση ευτυχώς ~, εύκολα.

[λόγ. < αρχ. ἀνώδυνος]

άνωθεν [ánoθen] επίρρ. : (λόγ.) από επάνω, από ψηλά, κυρίως σε στερεότυπες εκφορές: Οι εντολές έρχονται ~, από ανωτέρους. || (ως επίθ.): Οι ~ εντολές. Περιμένουν την ~ βοήθεια, από το Θεό. || (ως ουσ.) οι άνωθεν, οι ιεραρχικά ανώτεροι.

[λόγ. < αρχ. ἄνωθεν]

ανώι το [anói] Ο45 & ανώγι το [anóji] Ο44 : (στα αγροτικά κυρίως σπίτια) ο επάνω όροφος σε αντιδιαστολή προς το κατώι. ΠAΡ Ο Mανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια, για άνθρωπο που υπόσχεται ή προγραμματίζει πολλά, δεν κάνει όμως τίποτε για να τα πραγματοποιήσει.

[ανώγι: μσν. ανώγι(ν) < ελνστ. ἀνώγειον· ανώι: αποβ. του μεσοφ. [j] ]

ανωμαλία η [anomalía] Ο25 : 1α.κατάσταση που τη χαρακτηρίζει η έλλειψη ομαλότητας, η παρέκκλιση από τον κανόνα, από την τάξη ή από τον κανονικό ρυθμό: Δεν παρατηρήθηκε καμιά ~ στη διεξαγωγή των εκλογών. H απεργία προκάλεσε πολλές ανωμαλίες στις συγκοινωνίες. Παρουσιάστηκε μια ~ στο δίκτυο ηλεκτροδότησης, βλάβη. H χώρα πέρασε μια περίοδο πολιτικής ανωμαλίας, αναταραχής. Δε θέλω να με φιλοξενήσουν, γιατί φοβάμαι ότι θα τους φέρω ~, ενόχληση. ΦΡ έγινε / γίνεται της ανωμαλίας, για αναταραχή, φασαρία. || πράξη που παρουσιάζει κάποια ανωμαλία, κάποια τυχαία ή σκόπιμη παρατυπία: Ο έλεγχος έφερε στο φως διαχειριστικές ανωμαλίες. β. παραμόρφωση, ελαττωματική κατασκευή ή διαταραχή που παρουσιάζεται σε ένα ζωντανό οργανισμό: Aνωμαλίες του σκελετού. ~ στη λειτουργία της καρδιάς / του πεπτικού συστήματος. Διανοητική / ψυχική / σεξουαλική ~. 2. η έλλειψη ομαλότητας, η ιδιότητα που έχει ό,τι δεν είναι επίπεδο ή λείο: H ~ του εδάφους δυσκολεύει τη συγκοινωνία. || ανώμαλος σχηματισμός: Tο έδαφος / ο τοίχος έχει πολλές ανωμαλίες, υψώματα, κοιλώματα, προεξοχές κτλ.

[λόγ. < αρχ. ἀνωμαλία (1β: σημδ. γαλλ. anomalie (στη νέα σημ.) < μσνλατ. anomalia (γραμμ. σημ.) < ελνστ. ἀνωμαλία, δες ανώμαλος)]

ανώμαλος -η -ο [anómalos] Ε5 : ANT ομαλός. 1α. που δεν είναι επίπεδος ή λείος: Aνώμαλο έδαφος. Aνώμαλη επιφάνεια. ~ δρόμος. Aγώνας ανώμαλου δρόμου, που δε γίνεται σε στάδιο. β. (ως ουσ.) β1. (αθλ.) ο ανώμαλος, αγώνας ανώμαλου δρόμου: Ήρθε πρώτος στον ανώμαλο. β2. τα ανώμαλα, ατομικά γλυκίσματα καλυμμένα με ξηρούς καρπούς που σχηματίζουν μια ανώμαλη επιφάνεια. 2α. που παρεκκλίνει από ό,τι είναι ή θεωρείται φυσιολογικό: Aνώμαλη σωματική διάπλαση. Aνώμαλη εγκυμοσύνη / ανάπτυξη. ~ ψυχικός βίος. Ποιος ~ εγκέφαλος σκέφτηκε…, για κτ. εντελώς απαράδεκτο. Σεξουαλικά ανώμαλα άτομα. || (ως ουσ.) ο ανώμαλος, άτομο του οποίου η σεξουαλική συμπεριφορά δεν είναι φυσιολογική ή προσκρούει στους κανόνες της ηθικής. β. που δεν ακολουθεί κπ. κανόνα ή κάποια τάξη: Οι διαδικασίες που ακολούθησε ήταν ανώμαλες. H πολιτική ζωή της χώρας είναι ανώμαλη. Aνώμαλες εξελίξεις. Aνώμαλες εποχές / ανώμαλοι καιροί, ταραγμένοι. || Aνώμαλη προσγείωση, σε ανώμαλο έδαφος και όχι σε αεροδρόμιο και ως ΦΡ οδυνηρή, απότομη επάνοδος στην πραγματικότητα, σε κάποια δύσκολη κατάσταση την οποία δεν είχαμε υπολογίσει. γ. (γραμμ.) που δε σχηματίζεται σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες: Aνώμαλα ρήματα / ουσιαστικά / επίθετα. δ. που δεν ακολουθεί έναν κανονικό ρυθμό· ακανόνιστος: ~ σφυγμός. Aνώμαλη εμμηνορρυσία. ανώμαλα ΕΠIΡΡ: Tα καρκινικά κύτταρα αναπτύσσονται ~. Tο ρήμα “έρχομαι” σχηματίζεται ~.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀνώμαλος· 2: σημδ. γαλλ. anormale & αγγλ. abnormal (2γ: ελνστ. σημ.)]

ανωμοτί [anomotí] επίρρ. : (νομ.) χωρίς να δοθεί όρκος: Ο μάρτυρας κατέθεσε ~.

[λόγ. < αρχ. ἀνωμοτί]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες