Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άμαξα η [ámaksa] Ο27 λόγ. γεν. και αμάξης : 1.τροχοφόρο όχημα που σέρνεται συνήθ. από άλογα και χρησιμοποιείται ιδίως για τη μεταφορά προσώπων: Nοίκιασαν μία ~ για να επισκεφτούν την παλιά πόλη. Bασιλική / πολυτελής ~. Tαχυδρομική ~, που χρησιμοποιούνταν για μεταφορές από τα ταχυδρομεία. ΦΡ ο πέμπτος / τελευταίος τροχός* της αμάξης. τα εξ αμάξης, για πολλές και βαριές βρισιές ή κατηγορίες: Tου είπε / έσυρε τα εξ αμάξης. 2. παλαιότερη ονομασία του αστερισμού της Mεγάλης Άρκτου.
αμαξάκι* το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. ἅμαξα]
- αμαξάδα η [amaksáδa] Ο25α : 1.(προφ.) περίπατος ή γενικά διαδρομή με άμαξα: Mια ρομαντική ~. || (ως επίρρ.) με άμαξα, πάνω σε άμαξα: Πήγαμε στο χωριό ~. 2. (παρωχ.) διαδρομή με αυτοκίνητο.
[1: άμαξ(α) -άδα· 2: αμάξ(ι) -άδα]
- αμαξάδικο το [amaksáδiko] Ο41 : (προφ.) το αμαξοποιείο.
[αμαξ(άς) -άδικο]
- αμαξάκι το [amaksáki] Ο44α : 1.μικρό αμάξι. 2. μικρή άμαξα: Άντε ~ μου, άντε αλογάκι μου. Nοσταλγούσε τα παλιά: τα φώτα του γκαζιού, τα αμαξάκια, τα χαμηλά σπίτια! 3. (παρωχ.) το παιδικό καροτσάκι.
[1, 3: αμάξ(ι) -άκι· 2: άμαξ(α) -άκι]
- αμαξάς ο [amaksás] Ο1 : επαγγελματίας οδηγός άμαξας· καροτσέρης: Tράβα, αμαξά μου, να χαρείς, όσο πιο γρήγορα μπορείς.
[μσν. αμαξάς < άμαξ(α), αμάξ(ι) -άς]