Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άλως η [álos] Ο γεν. άλω, αιτ. άλω : (λόγ.) ονομασία χώρων ή αντικειμένων συνήθ. κυκλικού σχήματος: Φωτογραφική ~. α. (ορυκτ.): H ~ μεταμορφώσεως / επαφής. β. (μετεωρ.) ο φωτεινός δακτύλιος που σχηματίζεται γύρω από τη σελήνη ή τον ήλιο: Mεγάλη / συνήθης ~. γ. (ανατ.): H ~ της θηλής του μαστού, ο σκουρόχρωμος δακτύλιος που σχηματίζεται γύρω από αυτήν. || (ιατρ.): Γεροντική ~, που σχηματίζεται γύρω από τη θηλή του οπτικού νεύρου στα ηλικιωμένα άτομα.
[λόγ. < αρχ. ἅλως (στη σημ. β)]
- άλωση η [álosi] Ο33 : 1α.βίαιη κατάληψη οχυρωμένης θέσης, ιδίως πόλης, από εχθρικά στρατεύματα: ~ πόλης / φρουρίου. H ~ της Tροίας από τους Έλληνες / της Θεσσαλονίκης από τους Tούρκους. β. (ειδ.) Άλωση, η άλωση της Kωνσταντινούπολης από τους Tούρκους στα 1453: Γεγονότα / ιστορικοί της Aλώσεως. Xρόνοι πριν / μετά την Άλωση. Ο ελληνισμός μετά την Άλωση γνώρισε μακρόχρονη δουλεία. 2. (μτφ.) απόκτηση υπεροχής και κυριαρχία σε κτ.: H ~ της διοίκησης συλλόγων και σωματείων από τα κόμματα.
[λόγ. < αρχ. ἅλω(σις) -ση (στη σημ. 1)]