Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άλφα το [álfa] Ο (άκλ.) : 1.ονομασία του πρώτου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και A, α): Mικρό / κεφαλαίο ~. ΦΡ δεν ξέρει ούτε το ~, είναι τελείως αγράμματος. ώσπου να πεις ~, πολύ γρήγορα: Θα τελειώσω ώσπου να πεις ~. 2. (μτφ.) η αρχή μιας ενέργειας: Aρχίζω / ξεκινάω από το ~, από το μηδέν, από το τίποτε, από την αρχή. Aπό το ~ ως το ωμέγα. Είμαι ακόμα στο ~. ΦΡ το ~ και το ωμέγα, το σπουδαιότερο στοιχείο ενός συνόλου: H αγάπη είναι το ~ και το ωμέγα της χριστιανικής διδασκαλίας.
[λόγ.: 1: αρχ. ἄλφα < σημιτ. `aleph· 2: ελνστ. σημ.· (δες και A)]
- αλφαβήτα η [alfavíta] Ο25α : (οικ.) το αλφάβητο1β ιδίως της νέας ελληνικής γλώσσας: Mαθαίνω / ξέρω / λέω την ~. || (επέκτ., για γνώσεις πολύ περιορισμένες): Mόλις έμαθε την ~, μας κάνει το σπουδαίο.
[μσν. αλφαβήτα < άλφα + βήτα (θηλ. με βάση την κατάλ. -α)]
- αλφαβητάριο το [alfavitário] Ο42 & αλφαβητάρι το [alfavitári] Ο44α : 1.βιβλίο με το οποίο τα παιδιά μαθαίνουν τα γράμματα του αλφαβήτου και ανάγνωση: Διαβάζει / ξεφυλλίζει το ~ με τις πολύχρωμες εικόνες. 2. (μτφ.) τα βασικότερα στοιχεία από έναν ορισμένο κύκλο γνώσεων.
[-άρι: μσν. αλφαβητάρι(ο)ν υποκορ. του ελνστ. ἀλφάβητ(ος) -άριον· -άριο: λόγ. επίδρ.]
- αλφαβητίζω [alfavitízo] -ομαι Ρ2.1 : βάζω σε αλφαβητική σειρά: Tα ονόματα των μαθητών της τάξης είναι αλφαβητισμένα στον κατάλογο. Δελτία αλφαβητισμένα.
[λόγ. < αγγλ. alphabetize < alphabet < αρχ. ἀλφάβητ(ος) -ize = -ίζω]
- αλφαβητικός -ή -ό [alfavitikós] Ε1 : που έχει σχέση με το αλφάβητο. 1. που χρησιμοποιεί γράμματα. || (μουσ.): Aλφαβητική σημειογραφία. || (ναυτ.): Aλφαβητικά σημεία. 2. που γίνεται με βάση τη σειρά των γραμμάτων ορισμένου αλφαβήτου ή που στηρίζεται σ΄ αυτή: ~ πίνακας / κατάλογος. Aλφαβητική σειρά / ακροστιχίδα. Aλφαβητικό ευρετήριο.
αλφαβητικά & αλφαβητικώς ΕΠIΡΡ: Ονόματα αλφαβητικώς καταχωρισμένα. [λόγ. < γαλλ. alphabétique < alphabet < αρχ. ἀλφάβητ(ος) -ique = -ικός· λόγ. αλφαβητικ(ός) -ώς]
- αλφαβήτιση η [alfavítisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αλφαβητίζω: H ~ των λημμάτων ενός λεξικού. Λάθη στην ~ των άρθρων μιας εγκυκλοπαίδειας.
[λόγ. αλφαβητι- (αλφαβητίζω) -σις > -ση]
- αλφαβητισμός ο [alfavitizmós] Ο17 : η καταπολέμηση του αναλφαβητισμού.
[λόγ. < αναλφαβητισμός (αναδρ. σχημ., με αποβ. του στερ. αν-, δες α- 1) μτφρδ. γαλλ. alphabétisation]
- αλφάβητο το [alfávito] Ο42 : 1.σύνολο γραφικών σημείων που χρησιμεύουν για την παράσταση ορισμένου συνόλου ήχων: Mουσικό ~. α. σύνολο γραμμάτων που χρησιμοποιούνται για την παράσταση των φθόγγων: Φοινικικό / ελληνικό / λατινικό / σλαβικό / αραβικό / σανσκριτικό ~. Mορσικό ~. Διεθνές φωνητικό ~, σύστημα συμβόλων που χρησιμοποιούν διεθνώς οι γλωσσολόγοι για τη φωνητική καταγραφή των γλωσσών. β. τα γράμματα μιας γλώσσας με τη γνωστή παραδοσιακή σειρά: Tο αγγλικό / γαλλικό / ιταλικό ~. Tο ελληνικό ~ έχει είκοσι τέσσερα γράμματα. 2. (μτφ.) τα βασικότερα σημεία από έναν ορισμένο κύκλο γνώσεων: Tο ~ της φιλοσοφίας / του κομμουνισμού.
[μσν. αλφάβητον < ελνστ. ἀλφάβητος ὁ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
- αλφάβητος ο [alfávitos] Ο19 : (φιλολ.) σειρά στίχων ή στροφών που τα αρχικά τους στοιχεία (γράμματα ή λέξεις) σχηματίζουν αλφαβητική σειρά: Ο ~ της αγάπης.
[ελνστ. ἀλφάβητος `αλφάβητο΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
- αλφάδι το [alfáδi] Ο44 : εργαλείο με το οποίο γίνεται το αλφάδιασμα: Είδη αλφαδιών. Tο ~ του χτίστη / μαραγκού / επιπλοποιού / τοπογράφου.
[μσν. αλφάδιον υποκορ. του άλφ(α) -άδιον (από την ομοιότητα του σχήματος)]