Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άλμπουμ το [álbum] Ο (άκλ.) : 1.δεμένα φύλλα από χοντρό χαρτί ή χαρτόνι, συνήθ. με ειδικές υποδοχές, όπου τοποθετούνται συλλογές από φωτογραφίες ή από γραμματόσημα· (πρβ. λεύκωμα 1). 2. δίσκος μακράς διάρκειας με οκτώ έως δέκα τραγούδια, σε πολυτελή συνήθ. συσκευασία.
[λόγ. < γαλλ. album (ορθογρ. δαν., τον. κατά το λατ. πρόδρομο album `άσπρο΄)]
- αλμπούμ το [albúm] Ο (άκλ.) : (παρωχ.) άλμπουμ1.
[λόγ. < γαλλ. album (ορθογρ. δαν.)]