Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλκη
2 εγγραφές [1 - 2]
άλκη η [álki] Ο30 : (ζωολ.) μεγαλόσωμο μηρυκαστικό που συγγενεύει με το ελάφι και ζει στις βόρειες χώρες.

[λόγ. < ελνστ. ἄλκη]

αλκή η [alkí] Ο29 : (λόγ.) σωματική δύναμη, ευρωστία. || ψυχική δύναμη, ανδρεία.

[λόγ. < αρχ. ἀλκή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες