Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άκλιτος -η -ο [áklitos] Ε5 : α.(γραμμ.) για μέρος του λόγου που δεν κλίνεται. ANT κλιτός: Tα επιρρήματα, οι προθέσεις, οι σύνδεσμοι, τα μόρια και τα επιφωνήματα είναι άκλιτα. || που έχει ένα μόνο τύπο για όλες τις πτώσεις ή και για όλα τα γένη: Άκλιτα ουσιαστικά / επίθετα / αριθμητικά. β. (γλωσσ.) για γλώσσα που δεν έχει κλιτικό σύστημα.
[λόγ. < ελνστ. ἄκλιτος (στη σημ. α)]