Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άκαιρος -η -ο [ákeros] Ε5 : 1.που γίνεται ή που λέγεται σε ακατάλληλο χρόνο, σε περίσταση που δεν ταιριάζει, που δεν αρμόζει· ανεπίκαιρος: Άκαιρες ενέργειες. H παρέμβασή του / η παρουσία του ήταν εντελώς άκαιρη. Θα ήταν άκαιρο να τεθεί θέμα αυξήσεων αυτή την περίοδο. ANT επίκαιρος. || άτοπος: Άκαιρες συζητήσεις. Άκαιρα αστεία. 2. (ως ουσ.) το άκαιρο: α. αυτό που είναι άκαιρο. β. η ιδιότητα του άκαιρου: Tο άκαιρο της παρουσίας του.
άκαιρα ΕΠIΡΡ: H ανακίνηση του ζητήματος έγινε ~. [αρχ. ἄκαιρος]