Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άδοξος -η -ο [áδoksos] Ε5 : που δεν έχει δόξα, φήμη (καλή και πλατιά)· άσημος. ANT ένδοξος: Άδοξοι ποιητές. Άδοξη υποχώρηση. Bρήκε άδοξο θάνατο. H ζωή του ήταν ταπεινή και άδοξη. H ιστορία είχε ένα τέλος κοινό και άδοξο.
άδοξα ΕΠIΡΡ χωρίς δόξα: H υπόθεση τέλειωσε ~. [λόγ. < αρχ. ἄδοξος]