Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άγος το [áγos] Ο46α : (λόγ.) ασεβής, ανόσια πράξη, μίασμα: Tους βαραίνει ακόμα το ~ της γενοκτονίας. Kουβαλούσε πάντα μαζί του το ~ της πατροκτονίας.
[λόγ. < αρχ. ἄγος]