Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγονος
1 εγγραφή
άγονος -η -ο [áγonos] Ε5 : 1.που δεν παράγει, που δεν είναι γόνιμος. ANT εύφορος: ~ τόπος. Άγονη γη. || Άγονη γραμμή, ακτοπλοϊκή γραμμή με μικρή επιβατική κίνηση, που δεν αποφέρει κέρδος και επιχορηγείται από το κράτος: Tα νησιά της άγονης γραμμής. || ~ αριθμός, χαρακτηρισμός του αριθμού επτά. 2. (μτφ.) που δε φέρνει, δεν παράγει αποτέλεσμα: Άγονες προσπάθειες. Άγονη φαντασία, μη παραγωγική. Άγονη ψηφοφορία. άγονα ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1: αρχ. ἄγονος· 2: σημδ. γαλλ. stérile]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες