Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άγκυρα η [ángira] Ο27 : μεταλλικό εξάρτημα πλοίου που μοιάζει με μεγάλο διπλό ή τετραπλό αγκίστρι και που χρησιμοποιείται για να κρατά το πλοίο σταθερό και ακίνητο σε μια θέση: Ρίχνω / φουντάρω ~, αγκυροβολώ. Bίρα την ~ / σηκώνω ~, για να αποπλεύσω. ΦΡ σηκώνω την ~, φεύγω, απομακρύνομαι από κάπου. || (μτφ.): Έριξε ~ στο καφενείο, έμεινε μεγάλο διάστημα. ~ της σωτηρίας / της ελπίδας, στήριγμα, καταφύγιο.
[λόγ. < αρχ. ἄγκυρα (λαϊκό άγκουρα με τροπή [i > u] από επίδρ. του υπερ. [g] και του [r] )]