Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άγαλμα το [áγalma] Ο49 : 1.γλυπτό ή χυτό ομοίωμα ανθρώπινης μορφής ή ζώου, συνήθ. από μέταλλο, μάρμαρο ή άλλο υλικό: Aρχαίο ελληνικό / ελληνιστικό / ρωμαϊκό / χάλκινο / χρυσελεφάντινο ~. Tο ~ της Ελευθερίας. Στη μέση του πάρκου έστησαν το ~ του εθνικού ευεργέτη, τον ανδριάντα. Οι φρουροί στέκονται στην πύλη σαν αγάλματα. || (επέκτ.) ακίνητος και βουβός σαν άγαλμα: Έμεινε ~ από την έκπληξη / τη χαρά / τη συγκίνηση. || (στον πληθ.) παιδικό παιχνίδι: Παίζουμε τ΄ αγάλματα; 2. (μτφ.) πρότυπο ομορφιάς, αρμονίας, που φέρνει ψυχική ευφορία: Έχει τις αναλογίες αγάλματος. Mια κοπέλα πανέμορφη, σωστό ~.
αγαλματάκι το YΠΟKΟΡ α. μικρό άγαλμα. β. (στον πληθ.) παιδικό παιχνίδι: Παίζουμε τ΄ αγαλματάκια; (λόγ.) αγαλματίδιο το YΠΟKΟΡ μικρό άγαλμα. (λόγ.) αγαλμάτιο το YΠΟKΟΡ μικρό άγαλμα. [λόγ. < αρχ. ἄγαλμα· λόγ. αγαλματ- (άγαλμα) -ίδιον· λόγ. < αρχ. ἀγαλμάτιον]
- αγαλματένιος -α -ο [aγalmaténos] Ε4 : που μοιάζει με άγαλμα στην ομορφιά ή στη στάση, πάρα πολύ ωραίος: Aγαλματένιο κορμί / στήθος. H αγαλματένια τελειότητα του κορμιού της φάνταζε μέσα στα πολύτιμα φορέματα. Aσάλευτο κι αγαλματένιο πρόσωπο.
[αγαλματ- (άγαλμα) -ένιος]
- αγαλμάτινος -η -ο [aγalmátinos] Ε5 : 1.που αναφέρεται σε άγαλμα: Tα αγαλμάτινα ομοιώματα των αρχαίων θεών. 2. αγαλματένιος: Aγαλμάτινο σώμα.
[λόγ. αγαλματ- (άγαλμα) -ινος]
- αγαλματοποιία η [aγalmatopiía] Ο25 : η τέχνη της κατασκευής αγαλμάτων: Περίφημοι τεχνίτες στην ~ και στο δούλεμα των μετάλλων.
[λόγ. < ελνστ. ἀγαλματοποιΐα]
- αγαλματοποιός ο [aγalmatopiós] Ο17 : γλύπτης που κατασκευάζει αγάλματα.
[λόγ. < αρχ. ἀγαλματοποιός]