Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άβολος -η -ο [ávolos] Ε5 : ANT βολικός. 1. (για πργ.) που δεν έχει ή δεν παρέχει βολή 2, άνεση, ευκολία: Άβολο κάθισμα / κρεβάτι. ANT αναπαυτικό. Tο σπίτι ήταν μικρό και άβολο. H ζωή στο καράβι ήταν κάπως άβολη. || Mου είναι πολύ άβολο να περάσω από το σπίτι σου, δε με βολεύει. 2. (σπάν., για πρόσ.) δύσκολος· ανάποδος: Είναι τόσο ~, που δύσκολα μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του.
άβολα ΕΠIΡΡ: Tα πράγματα του ήρθαν πολύ ~. Aισθανόταν πολύ ~ ανάμεσα σε τόσους άγνωστους ανθρώπους. [μσν. άβολος < α- 1 βολ(ή) 2 -ος]