Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άβατος -η -ο [ávatos] Ε5 : 1.(για τόπο ή χώρο) που δεν μπορούμε να τον διαβούμε· αδιάβατος, απάτητος, απρόσιτος: Άβατη γη. ~ τόπος. Άβατο βουνό / δάσος. Άγρια κι άβατα φαράγγια. 2. (εκκλ.) για ιερό χώρο όπου απαγορεύεται η είσοδος ατόμων που θα μπορούσαν να τον βεβηλώσουν: Tο ιερό των χριστιανικών ναών είναι άβατο για τις γυναίκες. Άβατο μοναστήρι, στο οποίο δεν επιτρέπεται η είσοδος σε άτομα του ενός από τα δύο φύλα. || (ως ουσ.) το άβατο, ο αντίστοιχος απαγορευτικός θεσμός: Γυναίκα μεταμφιεσμένη σε άντρα προσπάθησε να παραβιάσει το άβατο του Aγίου Όρους.
[λόγ. < αρχ. ἄβατος, ελνστ. τό ἄβατον]