Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
228 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ντοματοπολτός ο [domatopoltós] & τοματοπολτός ο [tomatopoltós] Ο17 : πελτές από ντομάτες.
[λόγ. ντομάτ(α), τομάτ(α) -ο- + πολτός]
- ντοματοχυμός ο [domatoximós] & τοματοχυμός ο [tomatoximós] Ο17 : χυμός από ντομάτες.
[λόγ. ντομάτ(α), τομάτ(α) -ο- + χυμός]
- τιρκουάζ το [tirkuáz] & τουρκουάζ το [turkuáz] Ο (άκλ.) : 1. πολύτιμος λίθος σε χρώμα ανοιχτό μπλε προς το πράσινο: Δαχτυλίδι / καρφίτσα με ~. 2. το χρώμα που έχει ο παραπάνω λίθος: Σου πηγαίνει πολύ το ~. || (ως επίθ.): Φορούσε μια ρόμπα ~.
[λόγ. < γαλλ. turqoise· υποχωρ. αφομ. [i-u > u-u] ]
- το 3 [tó] αντων. δεικτ. : στην έκφραση ~ και ~, όταν δε θέλουμε να αναφέρουμε ακριβώς κτ. που λέχθηκε ή που έγινε: Είπε / έκανε ~ και ~, αυτό κι αυτό.
[αρχ. φρ. τό καί τό]
- τόγκα η [tóŋga] Ο25 : (λαϊκ.) μόνο στη ΦΡ βάζω ~, χρωστάω χρήματα· ΣYN ΦΡ βάζω φέσι.
[ισπαν. tonga `κουκούλα΄]
- τοιούτος ο [tiútos] Ο18 : (οικ.) παθητικός ομοφυλόφιλος· τέτοιος2β.
[λόγ. < αρχ. τοιοῦτος `τέτοιος΄ σημδ. του λαϊκού τέτοιος2β]
- τοιουτοτρόπως [tiutotrópos] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) με αυτό τον τρόπο.
[λόγ. < αρχ. τοιουτοτρόπως]
- τοιχίο το [tixío] Ο39 : (οικοδ.) τοίχος από μπετόν για την ενίσχυση της στατικής αντοχής ενός κτιρίου: Aντισεισμικό ~. ~ ακαμψίας.
[λόγ. < ελνστ. τοιχίον υποκορ. του αρχ. τοῖχος]
- τοιχογραφία η [tixoγrafía] Ο25 : 1. η τέχνη της διακόσμησης του τοίχου με ζωγραφικές παραστάσεις, συνήθ. με νωπογραφίες: H ~ γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στο Mεσαίωνα και στην Aναγέννηση. 2. παράσταση με μεγάλες συνήθ. διαστάσεις, ζωγραφισμένη σε τοίχο: Οι τοιχογραφίες της Πομπηίας. || (μτφ.): ~ μιας εποχής, για κινηματογραφικό ή λογοτεχνικό έργο που μας δίνει παραστατικά εικόνες μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου.
[λόγ. < ελνστ. τοιχογραφία]
- τοιχογραφώ [tixoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω τοιχογραφίες επάνω σε επιφάνεια τοίχου.
[λόγ. < μσν. τοιχογραφώ < τοιχογραφ(ία) -ώ]