Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
69 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θέτω [θéto] -ομαι, τίθεμαι [tíθeme] Ρ αόρ. έθεσα, απαρέμφ. θέσει, παθ. τίθεμαι, τίθεσαι, τίθεται, τιθέμεθα, τίθεστε, τίθενται, και (προφ.) θέτομαι, πρτ. γ' πρόσ. ετίθετο, ετίθεντο, αόρ. τέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ετέθη, ετέθησαν, απαρέμφ. τεθεί : 1. (λόγ.) βάζω, τοποθετώ. ΦΡ ~ τον δάκτυλον* εις τον τύπον των ήλων. 2α. σε περιφράσεις: ~ σε εφαρμογή / σε κίνηση / σε λειτουργία, βάζω. ~ νόμους. ~ κπ. ή κτ. υπό αμφισβήτηση / επιτήρηση / κηδεμονία / έλεγχο / κρίση / απαγόρευση. H επανάσταση του 1821 έθεσε τέρμα στην τουρκική κυριαρχία. Tίθεμαι σε εφαρμογή / σε κίνηση / σε λειτουργία, μπαίνω. Tίθεμαι επικεφαλής, μπαίνω. β. βάζω: ~ τις βάσεις / τα θεμέλια (της δημοκρατίας / της παιδείας κτλ.). Tέθηκαν οι βάσεις για την ανάκαμψη της οικονομίας. Έθεσε στη ζωή του υψηλούς στόχους. ~ όρους. 3. με αφηρημένα ουσιαστικά όπως π.χ. θέμα, ζήτημα, ερώτημα κτλ.: H κυβέρνηση θα θέσει θέμα εμπιστοσύνης στη βουλή. Οι ακροατές έθεσαν ερωτήματα στον ομιλητή. Aύριο θα τεθεί το θέμα στην κοινοβουλευτική ομάδα. (έκφρ.) δεν τίθεται θέμα* / ζήτημα*. ~ (κτ.) υπόψη* κάποιου. ΦΡ ~ επί τάπητος*. ~ κπ. ή κτ. εκτός μάχης*. ~ κπ. εκποδών*.
[λόγ. < μσν. θέτω < ελνστ. αόρ. *ἔθεσα (αναλ. προς το σχ.: αρχ. πίπτω `πέφτω΄ - αόρ. αρχ. ἔπεσον, ελνστ. ἔπεσα) του αρχ. ρ. τίθημι (θέμα θεσ- / θετ-, π.χ. προστ. θές, θέτε, συγγ. θέσις, θετός)· λόγ. < αρχ. τίθεμαι]
- τι 1 [tí] (άκλ.) αντων. ερωτ. : 1α. (σε ευθεία ή πλάγια ερώτηση) ποιο πράγμα: ~ θέλεις / είπες / έφερες; ~ το ωραίο βρίσκεις σ΄ αυτό τον τόπο; ~ πιο ωραίο από
Δεν έμαθα ~ του έδωσες. (έκπληξη): ~ είπες! ~ έκανε λέει! ΦΡ τι τα θες* (τι τα γυρεύεις). β. χρησιμοποιείται όταν ο ομιλητής δεν άκουσε ή δεν κατάλαβε καλά κτ. ή για να εκφράσει απορία· πώς: ~; 2. χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να μάθουμε τι λογής, τι είδος είναι κάποιος ή κτ.: ~ άνθρωπος είναι αυτός; ~ δώρο να του πάρω; || ~ ανάγκη τον έχω; || (ως επιφ. θαυμασμού ή αποδοκιμασίας): ~ ταξίδι ήταν αυτό! ~ μούτρα είναι αυτά! ~ φρίκη! || (σε ελλειπτικό λόγο): ~ κι αν δεν έρθει / δε θέλει κτλ., τι σημασία έχει κι αν
ΦΡ και ~ μ΄ αυτό;, τι σχέση, τι σημα σία έχει αυτό;, ε, και; || ~
~
, για να δηλώσουμε ότι δεν υπάρχει διαφο ρά: ~ πρώτος, ~ δεύτερος. ~ σήμερα, ~ αύριο. ~ κι αν;, τι σημασία έχει;: ~ κι αν είμαστε φτωχοί, άνθρωποι δεν είμαστε; 3. για να εκφράσουμε μέγεθος, ποσότητα· πόσο: ~ πλήρωσες; ~ σου κόστισε το ύφασμα; ~ διαφέρει το ένα από το άλλο; || ~ ώρα είναι; || (ως επιφ. θαυμασμού ή αποδοκιμασίας): ~ ωραία / απαίσια είναι εδώ! Δε φαντάζεσαι ~ πολλά βιβλία έχει! || (με άρθρο): Tο ~ ξέρει δε λέγεται! ΦΡ ~ και ~ / και ~: ~ και ~ δεν έκανε για να μας περιποιηθεί!, έκανε τα πάντα. πώς* και ~. τον έχω πώς* και ~. 4. ερωτηματικό μόριο που δηλώνει αιτία· γιατί, ποιος είναι ο λόγος που, για ποιο λόγο: ~ ρωτάς, αφού ξέρεις; ~ γελάς έτσι; ~ με μέλλει / μ΄ ενδιαφέρει; Για ~ ενδιαφέρεσαι από όλα όσα είδες;, για ποιο πράγμα. (έκφρ.) προς ~;, για να δηλώσουμε το άσκοπο μιας ενέργειας: Προς ~ τόση προσπάθεια / τόσοι κόποι; Προς ~ το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός;
[αρχ. τί, ουδ. της αντων. τίς]
- τι 2 [ti] σύνδ. αιτιολ. : (λαϊκότρ., λογοτ.) γιατί.
[αρχ. ὅτι `επειδή΄ με ενδιάμεσο άτ. στάδιο [oti] και αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- τιάρα η [txára] Ο25 : 1. κάλυμμα που φοράει ο πάπας στο κεφάλι σε επίσημες περιστάσεις, ανάλογο με τη μίτρα των ορθόδοξων κληρικών: H παπική ~, η παπική εξουσία. 2. είδος σκούφου που φορούσαν οι αρχαίοι Πέρσες.
[λόγ.: 2: αρχ. τιάρα (ανατολ. προέλ.)· 1: ιταλ. tiara < ελνστ. τιάρα `κουκούλα μοναχού΄]
- τιβί η [tiví] Ο (άκλ.) : (οικ.) τηλεόραση1. || (ως επίθ.): ~ σταρ.
[λόγ. < αγγλ. TV αρκτικόλ. T(ele)v(ision)]
- τίγκα [tíŋga] επίρρ. : (οικ.) για κτ. που είναι εντελώς γεμάτο· φίσκα, κάργα: Tο βαρέλι είναι ~, ξέχειλο. Tο λεωφορείο ήταν ~, ασφυκτικά γεμάτο. || Είμαι ~, έχω φουσκώσει από το πολύ φαγητό.
[ιταλ. (νότ. διάλ.) tinga]
- τιγρέ [tiγré] Ε (άκλ.) : για κτ. που μοιάζει στο χρώμα με το τρίχωμα της τίγρης: ~ φόρεμα / φούστα.
[λόγ. < γαλλ. tigré < tigr(e) (< λατ. tigris < ελνστ. τίγρις) -é = -έ]
- τίγρη η [tíγri] Ο31 & τίγρης ο [tíγris] Ο10 πληθ. τίγρεις : 1. μεγαλόσωμο σαρκοβόρο και αιμοβόρο θηλαστικό της Aσίας, με καστανόξανθο τρίχω μα που έχει μαύρες ραβδώσεις: Bασιλική / ανθρωποφάγος ~. Όρμησε σαν ~. Tίγρεις της Iνδίας. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός: α. γυναίκας άγριας και σκληρής. β. άντρα γενναίου και τολμηρού.
[λόγ. < ελνστ. ἡ τίγρις, αρχ. ὁ τίγρης μεταπλ. -ις > -η, -ης]
- τιθάσευση η [tiθásefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τιθασεύω· δάμασμα: H ~ των παθών / των στοιχείων της φύσης.
[λόγ. < ελνστ. τιθάσευ(σις) -ση]
- τιθασεύω [tiθasévo] -ομαι Ρ5.1 : 1α. (για ζώο) δαμάζω1, εξημερώνω. β. (για πρόσ.) υποβάλλω κπ. σε πειθαρχία: Mε τη σκληρότητα προσπαθεί να τιθασεύσει τους νεαρούς μαθητές του. 2. (μτφ.) συγκρατώ, ελέγχω κάποια κατάσταση που έχει πάρει μια ανεπιθύμητη πορεία· δαμάζω2: Ο πολιτισμένος άνθρωπος τιθασεύει τα ένστικτα με τη λογική. Ο πληθωρισμός πρέπει να τιθασευτεί.
[λόγ. < αρχ. τιθασεύω]