Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τύφος ο [tífos] Ο18 : βαριά λοιμώδης ασθένεια που παρουσιάζεται με διάφορες μορφές οι οποίες έχουν κοινά συμπτώματα τον υψηλό πυρετό και τη θόλωση των διανοητικών λειτουργιών: Kοιλιακός ~, που χαρακτηρίζεται από βαριές εντερικές ανωμαλίες· τυφοειδής πυρετός. Εξανθηματικός ~, που χαρακτηρίζεται από εξανθήματα στο θώρακα και στην κοιλιά.
[λόγ. < αρχ. τῦφος]