Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σχολαστικός -ή -ό [sxolastikós] Ε1 θηλ. οικ. και σχολαστικιά στη σημ. 2 : 1α.που έχει σχέση με τις θεολογικές και φιλοσοφικές σχολές του Mεσαίωνα και με τον τρόπο διδασκαλίας που εφάρμοζαν αυτές: Σχολαστική φιλοσοφία, που διδασκόταν στις σχολές της Δυτικής Ευρώπης και η οποία προσπαθούσε να συνδέσει τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες του χριστιανισμού με την αρχαία ελληνική και ειδικότερα με την αριστοτελική φιλοσοφία. || (ως ουσ.) ο σχολαστικός, οπαδός της σχολαστικής φιλοσοφίας. β. (μειωτ.) που παρουσιάζει τάσεις δογματισμού και προσκόλλησης σε συντηρητικές θέσεις και αναχρονιστικές μεθόδους: Tο σχολαστικό πνεύμα των πανεπιστημίων του 19ου αι. H σχολαστική διδασκαλία των αρχαίων κειμένων. 2α. θετικός χαρακτηρισμός προσώπου ή της συμπεριφοράς που δείχνει απόλυτη υπευθυνότητα και συνέπεια: Είναι πολύ ~ στη δουλειά του, εργάζεται με πολύ μεγάλη προσοχή. H σχολαστική τήρηση των όρων της υγιεινής είναι απαραίτητη στα βρέφη. β. (μειωτ.) που τον χαρακτηρίζει η μέχρι υπερβολής τήρηση των κανόνων που αφορούν επουσιώδη συνήθ. ζητήματα: ~ δάσκαλος. Σχολαστική νοικοκυρά. Mην είσαι ~, δε χρειάζεται να πλένεις συνεχώς τα χέρια σου.
σχολαστικά ΕΠIΡΡ: Tηρώ ~ τις υποδείξεις του γιατρού. Είναι ~ προσηλωμένος στο γράμμα του νόμου. [λόγ.: 2β: ελνστ. σχολαστικός, αρχ. σημ.: `που του αρέσει η άνεση, μορφωμένος΄· 1, 2α: γαλλ. scolastique < λατ. scholasticus < αρχ. σχολαστικός]