Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σονάτα η [sonáta] Ο25 : 1. μουσική φόρμα στην οποία δύο θέματα παρουσιάζονται, αναπτύσσονται και ανακεφαλαιώνονται σε τρία μέρη. 2. σύνθεση για ένα ή για δύο όργανα, σε τρία ή τέσσερα μέρη, από τα οποία το πρώτο είναι γραμμένο σε φόρμα σονάτας: ~ δωματίου. Εκκλησιαστική ~.
[λόγ. < ιταλ. sonata]