Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Σεπτέμβρης ο [septémvris] Ο11 : (προφ.) Σεπτέμβριος.
[λόγ. επίδρ. στο λαϊκό Σεπτέβρης < ελνστ. Σεπτέμβριος (δες λ.) με αποβ. του [m] πριν από [v] και αποφυγή της χασμ.]