Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Σεληνόφωτος
1 εγγραφή
σεληνόφωτος -η -ο [selinófotos] Ε5 : (λογοτ.) που φωτίζεται από το φως της σελήνης. || (ως ουσ.) το σεληνόφωτο, το σεληνόφως: Mέσα στο σεληνόφωτο.

[λογ. σελήν(η) -ο- + φωτ- (φως) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες