Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σεληνόφωτος -η -ο [selinófotos] Ε5 : (λογοτ.) που φωτίζεται από το φως της σελήνης. || (ως ουσ.) το σεληνόφωτο, το σεληνόφως: Mέσα στο σεληνόφωτο.
[λογ. σελήν(η) -ο- + φωτ- (φως) -ος]