Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Σείριος
1 εγγραφή
Σείριος ο [sírios] Ο20α : αστέρας που ανήκει στον αστερισμό του Mεγάλου Kυνός, ο λαμπρότερος από τους απλανείς αστέρες.

[λόγ. < αρχ. Σείριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες