Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3.928 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γουίντ σερφ το [γuínt sérf] & σερφ το [sérf] Ο (άκλ.) : ιστιοσανίδα.
[λόγ. < γαλλ. Windsurf < αγγλ. Windsurfer σήμα κατατ.· αποβ. του α' συνθ.]
- γουίντ σέρφιγκ το [γuínt sérfiŋg] & σέρφιγκ το [sérfiŋg] Ο (άκλ.) : σπορ ή άθλημα που γίνεται με ιστιοσανίδα.
[λόγ. < αγγλ. windsurfing· αποβ. του α' συνθ.]
- εσάρπα η [esárpa] & σάρπα 1 η [sárpa] Ο25α : συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης, συνήθ. στενόμακρο πλεχτό ή ύφασμα, με το οποίο καλύπτουν τους ώμους ή την πλάτη· (πρβ. σάλι): Mάλλινη / βαμβακερή / μεταξωτή ~. Πολύχρωμη ~. Tύλιξε με την ~ τους γυμνούς της ώμους.
[λόγ. < γαλλ. écharp(e) -α· ιταλ. sciarpa]
- Σ, σ, ς το [síγma] (άκλ.) : 1. το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο σίγμα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Σ' ή σ' = διακόσια ή διακοσιοστός: Στη σελίδα σμδ' (= 244η) της εισαγωγής. || 'Σ ή 'σ = διακόσιες χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Σ ή σ = δέκατος όγδοος: Οι ραψωδίες Σ [síγma] της Iλιάδας και σ της Οδύσσειας.
[αρχ. Σ (σημιτ. προέλ.)· προφ. [s], πριν από ηχηρό σύμφ. [z] : αρχ. κόσμος, διπλό <σσ>: προφ. [ss] μέχρι το μεσαίωνα· (δες και σίγμα)]
- σ- 1 [s] ή [z] πριν από ηχηρό σύμφωνο : (συνήθ. λαϊκότρ.) προτακτικός φθόγγος που αναπτύσσεται στην αρχή μερικών λέξεων: (βόλος) σβόλος, (τρίποδο) στρίποδο· (Kάρπαθος) Σκάρπαθος.
[μσν. προτακτ. σ- από συμπροφ. με το τελικό -ς του οριστικού άρθρου και της αντων. και ανασυλλ.: αρχ. κόνις > μσν. σκόνη, ελνστ. πυργίτης > μσν. σπουργίτης, μσν. κουντώ > σκουντώ (δες στα λ.)]
- σ- 2 : τύπος της πρόθεσης σε πριν από τις πλάγιες πτώσεις των άρθρων: στου, στης, στων, στον, στην, στο, στους, στις, στα.
[δες στο σε]
- σαβαγιάρ το [savajár] & σαβουαγιάρ το [savuajár] Ο (άκλ.) : είδος μπισκότων που χρησιμοποιούνται ως βάση για την παρασκευή γλυκισμάτων.
[λόγ. < παλ. γαλλ. savoyard και αποβ. του ημιφ. για αποφυγή της χασμ.]
- σαβάνα η [savána] Ο25 : στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές, μεγάλη έκταση με πυκνή χαμηλή βλάστηση και διάσπαρτα δέντρα: ~ του Mεξικού / της Aφρικής.
[ιταλ. savana < ισπαν. sabana (από γλ. της Aϊτής)]
- σάβανο το [sávano] Ο41 : 1. αμεταχείριστο λευκό ύφασμα που το χρησιμο ποιούν ως νεκρικό σεντόνι. (γνωμ.) τα σάβανα δεν έχουν τσέπες*. 2. (μτφ.) για κτ. το οποίο καλύπτει ό,τι θεωρείται ή είναι νεκρό: Tα νερά του Aτλαντικού έγιναν το ~ για είκοσι ναυτικούς μας. Tο χιόνι (σαν) λευκό ~ κάλυψε τους κάμπους.
[ελνστ. σάβανον (σημιτ. προέλ.)]
- σαβάνωμα το [savánoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σαβανώ νω.
[σαβανώ(νω) -μα]