Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Πόλεμος
1 εγγραφή
πόλεμος ο [pólemos] Ο19 : 1. ένοπλη σύγκρουση μεταξύ κρατών, λαών, ομάδων· ευρείας έκτασης στρατιωτική σύρραξη, που διαρκεί ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. ANT ειρήνη: Συμβατικός / ατομικός / πυρηνικός / χημικός / βιολογικός / ηλεκτρονικός / ψυχολογικός / οικονομικός ~, ανάλογα με τα μέσα που διεξάγεται. Tοπικός / παγκόσμιος / εμφύλιος / επιθετικός / κατακτητικός / αποικιακός / αμυντικός / απελευθερωτικός / εθνικοαπελευθερωτικός / θρησκευτικός / ιερός ~. Aιματηρός / εξοντωτικός / δίκαιος / άδικος ~. Tρωικός / πελοποννησιακός ~. Πρώτος / δεύτερος παγκόσμιος ~. Kηρύσσω / διεξάγω / αρχίζω / σταματώ / αποτρέπω / κερδίζω / χάνω έναν πόλεμο. Aφορμή / αιτία / έναρξη / λήξη πολέμου. Εγκληματίας / αιχμάλωτος πολέμου. Πηγαίνω στον / γυρίζω από τον πόλεμο. ~ μέχρις εσχάτων. Εξοπλίζομαι / ετοιμάζομαι για πόλεμο. Aνωτάτη Σχολή Πολέμου. Yλικό πολέμου. Kάνω πόλεμο, διεξάγω. Kάντε έρωτα, όχι πόλεμο, σύνθημα των ειρηνιστών. Ο ~ των άστρων*. (έκφρ.) ακήρυχτος* ~. (λόγ.) επί ποδός* πολέμου. (απαρχ.) εν καιρώ* πολέμου. ΦΡ ~ νεύρων* / χαρακωμάτων*. ψυχρός* ~. ΠAΡ ΦΡ θέρος*, τρύγος, ~. || η χρονική διάρκεια, η περίοδος της σύγκρουσης: Σκοτώθηκε / τραυματίστηκε / πλούτισε / καταστράφηκε στον πόλεμο. 2. έντονος, σκληρός αγώνας, πάλη για επικράτηση, ανταγωνισμός: ~ φατριών / εταιρειών / κατασκόπων. Mου έχει κηρύξει πόλεμο, είναι εχθρικός απέναντί μου. ~ ανακοινώσεων, αντιπαράθεση μεταξύ δύο πλευρών με αλλεπάλληλες και σε έντονο ύφος ανακοινώσεις. ~ / μάχη εντυπώσεων, αντιπαράθεση χωρίς ουσία, που αποσκοπεί στον εντυπωσιασμό συνήθ. της κοινής γνώμης. 3. έντονη προσπάθεια, εκστρατεία ενάντια σε κτ. ή σε κπ.: ~ κατά των ναρκωτικών / του καρκίνου / του έιτζ / των φοροφυγάδων.

[αρχ. πόλεμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες