Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παθητικός -ή -ό [paθitikós] Ε1 : 1α.(για συμπεριφορά) που δείχνει ότι κάποιος αποδέχεται μια κατάσταση ή επίδραση, καθώς αδρανεί ή δεν ενεργεί για να τη μεταβάλει. ANT ενεργητικός, ενεργός: ~ ρόλος. Kρατώ παθητική στάση, δεν αντιδρώ. Παθητική αντίσταση, που περιορίζεται στην άρνηση σύμπραξης, συνεργασίας κτλ. Παθητική διαμαρτυρία. β. (για πρόσωπο) που κρατά παθητική στάση, δεν ενεργεί ή δεν αντιδρά: ~ θεατής / αποδέκτης. || ~ καπνιστής, που, χωρίς να καπνίζει ο ίδιος, υφίσταται τη βλαπτική επίδραση του καπνίσματος των άλλων. γ. (για ομοφυλόφιλο) που έχει το ρόλο του θηλυκού σε μια ερωτική συνεύρεση. ANT ενεργητικός. 2. (γραμμ.) που δείχνει ότι κάποιος ή κτ. παθαίνει, δέχεται μια ενέργεια από άλλον. ANT ενεργητικός: Παθητική σημασία / σύνταξη. Ρήματα παθητικής διάθεσης. || Ρήματα παθητικής φωνής. Παθητικοί τύποι ρήματος. 3. που έχει, εκφράζει, προκαλεί ένα έντονο συναίσθημα, έντονο πάθος, συνήθ. ερωτικό ή νοσταλγίας· (πρβ. παθιάρικος): Οι παθητικοί ρυθμοί του ταγκό. 4. (λογιστ.) που παρουσιάζει έλλειμμα· ελλειμματικός. ANT ενεργητικός: Παθητικό εμπορικό ισοζύγιο. || Παθητικό υπόλοιπο, έλλειμμα. || (ως ουσ.) το παθητικό*.
παθητικά & παθητικώς ΕΠIΡΡ χωρίς καμία αντίδραση: Δέχτηκε εντελώς ~ τη νέα κατάσταση. [λόγ.: 1α: αρχ. παθητικός· 1β: σημδ. αγγλ. passive· 1γ: σημδ. αγγλ. pathic(;) < λατ. pathicus < ελνστ. *παθικός· 2: ελνστ. σημ.· 3: γαλλ. pathétique (στη νέα σημ.) < υστλατ. patheticus < αρχ. παθητικός· 4: σημδ. γαλλ. passif· λόγ. < αρχ. παθητικῶς]