Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Οκτώβρης ο [októvris] & Οχτώβρης ο [oxtóvris] Ο11 : (προφ.) Οκτώβριος.
[-χτ-: μσν. Οκτώβρης με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ελνστ. Ὀκτώβριος με αποφυγή της χασμ.· -κτ-: λόγ. επίδρ.]