Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ουτοπία η [utopía] Ο25 : χαρακτηρισμός για κάθε ιδέα, ιδίως ιδεολογία, η οποία θεωρείται ότι είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί· (πρβ. χίμαιρα): H εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ~ στην πράξη. Xαρακτηρίζουμε ως ~ κάθε ιδεολογία εκτός από τη δική μας. || (επέκτ.) για ανθρώπινο στόχο: H παγκόσμια ειρήνη θεωρείται ~ ακόμα και σήμερα. Πιστεύει σε ουτοπίες. Είναι ~ να
[λόγ. < αγγλ. utopia < νλατ. Utopia `φανταστική χώρα με ιδεώδεις νόμους και δίκαιο κοινωνικό σύστημα΄, τίτλος βιβλίου του Thomas More < αρχ. οὐ + τόπ(ος) -ία]