Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ντόπιος -α -ο [dópxos] Ε4 : 1.που ζει στον τόπο όπου γεννήθηκε και από όπου κατάγεται: Ο ~ πληθυσμός, γηγενής. Οι ντόπιοι υπάλληλοι / τεχνίτες. || (ως ουσ.) ο ντόπιος, θηλ. ντόπια: Οι ντόπιοι δέχονται φιλόξενα τους ξένους. 2α. που παράγεται στον τόπο όπου καταναλώνεται ή χρησιμοποιείται· εγχώριος: Nτόπια προϊόντα, τοπικά. || Nτόπια βιοτεχνία / βιομηχανία / παραγωγή. β. που δημιουργείται, γίνεται ή ισχύει σε έναν τόπο, σε σχέση με τους κατοίκους του· τοπικός1: Nτόπιες παραδόσεις / συνήθειες. γ. που ανήκει στους κατοίκους ενός συγκεκριμένου τόπου· εγχώριος: Tο ντόπιο κεφάλαιο.
[αρχ. ἐντόπιος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]