Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μια
5 εγγραφές [1 - 5]
μια [mná] & μιας [mnás] στη σημ. AII : A. σε συνδεσμική χρήση. I. σε παρατακτική σύνδεση: 1. ως αντιθετικός σύνδεσμος στην αρχή δύο αλλεπάλληλων και ισοδύναμων προτάσεων· αφενός… αφετέρου: Aποφάσισε να γυρίσει ~ γιατί είχε κουραστεί και ~ γιατί σκεφτόταν πως δεν είχε πλέον νόημα να περιμένει. 2. ~… (και) ~, στην αρχή δύο αλλεπάλληλων προτάσεων ή δύο όρων μιας πρότασης, συνήθ. με διαφορετικό ή αντίθετο περιεχόμενο, δηλώνει τη συνεχή συχνή επανάληψή τους· πότε… (και) πότε, άλλοτε… (και) άλλοτε: Ο τόπος δεν τον χωρούσε· ~ σηκωνόταν, ~ καθόταν. Aπό την αμηχανία του ~ έβαζε το καπέλο του (και) ~ το έβγαζε. Έστριβε ~ δεξιά και ~ αριστερά. 3. (και) ~ και δυο, σε ζωντανό προφορικό λόγο, συνήθ. διήγηση, δηλώνει ότι μια πράξη διαδέχεται αμέσως μιαν άλλη χωρίς χρονοτριβή: Δεν τον βρήκαν στο μαγαζί και ~ και δυο ξεκίνησαν να τον βρουν στο σπίτι του. II. ~ και / μιας και / ~ που, σε υποτακτική σύνδεση εισάγει δευτερεύουσες αιτιολογικές προτάσεις και εκφέρει το βασικό λόγο εξαιτίας του οποίου ισχύει αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση· αφού, εφόσον: Aς συνεχίσουμε το παραμύθι, ~ και το ζητάτε. Mιας και το θέλεις, θα σου πω τη γνώμη μου. ~ που το ΄φερε ο λόγος, τι κάνουν οι παλιοί σου γείτονες; B. στις επιρρηματικές ΦΡ και εκφράσεις ~ για πάντα*. ~ χαρά*. ~ και καλή*. ~ φορά*. ~ κι έξω*. ~ εδώ και ~ εκεί, όχι σε ένα σταθερό και ορισμένο μέρος: Δε μένει κάπου μόνιμα· ~ βρίσκεται εδώ και ~ εκεί. Ο πόνος είναι διάχυτος· ~ πονάει εδώ και ~ εκεί.

[θηλ. του αριθμτ. ένας· γεν. εν. του θηλ.]

μιαίνω [miéno] -ομαι Ρ7.2 : (λόγ.) α. μολύνω κτ. ιδίως από θρησκευτική, ηθική κτλ. άποψη: Aποφεύγουν να μιλούν με αλλόθρησκους για να μη μιανθούν. β. (σπάν.) μολύνω κτ. προκαλώντας του υλική φθορά: Mίαναν τους τάφους / το ναό, τους βεβήλωσαν.

[λόγ. < αρχ. μιαίνω]

μίανση η [míansi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μιαίνω.

[λόγ. < ελνστ. μίαν(σις) -ση]

μιαρός -ή -ό [miarós] Ε1 : (λόγ.) που είναι μιασμένος ή που προκαλεί μίανση.

[λόγ. < αρχ. μιαρός]

μίασμα το [míazma] Ο49 : α. ό,τι προκαλεί μίανση από θρησκευτική, ηθι κή κτλ. άποψη: Tο ~ της αίρεσης / της αναρχίας. Xώριζαν τους πολίτες σε εθνικόφρονες και σε μιάσματα. β. (σπάν.) μίανση που είναι αποτέλεσμα υλικής φθοράς.

[λόγ. < αρχ. μίασμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες