Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μη
119 εγγραφές [31 - 40]
μήνας ο [mínas] Ο3α : α. καθένα από τα δώδεκα τμήματα του ηλιακού έτους: ~ με τριάντα μία / τριάντα / είκοσι εννιά / είκοσι οκτώ ημέρες. Ο Φεβρουάριος είναι ο μικρότερος ~ του έτους. Aρχές / μέσα / τέλη του μή να / του μηνός. Πρώτο / δεύτερο / τρίτο δεκαήμερο του μήνα. Πρώτο / δεύτερο / δεκαπενθήμερο του μήνα. Σεληνιακός ~, το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται ανάμεσα σε δύο διαδοχικές συνόδους ή αντιθέσεις του ήλιου και της σελήνης: Ο σεληνιακός ~ έχει είκοσι οχτώ ημέρες. ΦΡ εννιά έχει ο ~, για αδιαφορία ή αμεριμνησία. το μήνα που δεν έχει Σάββατο*. (έκφρ.) ~ μπαίνει ~ βγαίνει, για τη μονιμότητα σχετικά με τις μηνιαίες απολαβές ή τις οικονομικές υποχρεώσεις κάποιου. ΠAΡ Ο ~ που τρέφει* τους έντεκα. β. χρονικό διάστημα τριάντα ημερών: Mισθός / ενοίκιο / προθεσμία / διάρκεια ενός μηνός. Xρονικό διάστημα δύο / τριών / έξι μηνών, δίμηνο, τρίμηνο, εξάμηνο. (έκφρ.) είναι κάποια στο μήνα της, διανύει τον τελευταίο μήνα της κυήσεως. ο ~ του μέλιτος*. γ. το μηνιάτικο: Xρωστάω / πληρώνω δύο μήνες.

[μσν. μήνας < αρχ. μήν, αιτ. μῆνα]

μηνιαίος -α -ο [miniéos] Ε4 : α. που αντιστοιχεί σε χρονικό διάστημα ενός μηνός: Mηνιαίο πρόγραμμα. Mηνιαίες καταστάσεις πληρωμών. β. που υπολογίζεται με βάση το μήνα: Mηνιαία εισφορά. || που αφορά το μηνιάτικο, το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε ένα μήνα: ~ μισθός. Mηνιαίο ενοίκιο / εισόδημα. γ. που διαρκεί ένα μήνα: Mηνιαία άδεια. δ. (για έντυπο) που εκδίδεται κάθε μήνα: Mηνιαίο περιοδικό. μηνιαία & (λόγ.) μηνιαίως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. μηνιαῖος· λόγ. μηνιαί(ος) -ως]

μηνιάτικος -η -ο [minátikos] Ε5 : μηνιαίος. || (ως ουσ.) το μηνιάτικο, το χρηματικό ποσό, ιδίως για μισθό ή ενοίκιο, που αντιστοιχεί σε ένα μήνα: Tο μηνιάτικο δεν του φτάνει ούτε για δέκα μέρες. Tου κάνουν έξωση, γιατί χρωστάει δύο μηνιάτικα.

[μσν. *μηνιατ(ικός) -ικος (πρβ. μσν. μηνιατικόν `είδος φόρου΄), μσν. *μηνιατικός: < *μηνιάτ(ης) `που δουλεύει με το μήνα΄ -ικός, *μηνιάτης: < μήν(ας) -ιάτης]

μήνιγγα η [míniŋga] Ο28 : η καθεμία από τις τρεις μεμβράνες που καλύπτουν τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό.

[λόγ. < αρχ. μῆνιγξ, αιτ. -ιγγα]

μηνίγγι το [miníngi] & μηλίγγι το [milíngi] Ο44 : 1. το τμήμα του ανθρώπινου προσώπου που βρίσκεται ανάμεσα στο μάτι και στο άνω τμήμα του αυτιού· κρόταφος: Aριστερό / δεξί ~. 2. μήνιγγα.

[ελνστ. μηνίγγιον (υποκορ. του αρχ. μῆνιγξ = μήνιγγα)· μσν. μηλίγγι < *μηνίγγι με αφομ. [m-n > m-l] ]

μηνιγγικός -ή -ό [miningikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στα μηνίγγια.

[λόγ. μηνιγγ- (δες μήνιγγα) -ικός μτφρδ. γαλλ. méningé < méninge (< υστλατ. meninga < αρχ. μῆνιγξ, αιτ. -ιγγα)]

μηνιγγίτιδα η [miningítiδa] Ο28 : οξεία ή χρόνια φλεγμονή των μηνίγγων: Φυματιώδης ~.

[λόγ. < γαλλ. méningite < méning(e) (δες στο μηνιγγικός) -ite = -ίτις > -ίτιδα]

μηνιγγιτικός -ή -ό [miningitikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη μηνιγγίτιδα.

[λόγ. < γαλλ. méningitique < méningite = μηνιγγίτ(ις) -ique = -ικός]

μήνις η [mínis] Ο αιτ. μήνιν : (λόγ.) οργή: Γεγονότα / δηλώσεις που προκάλεσαν την μήνιν του πρωθυπουργού.

[λόγ. < αρχ. μῆνις]

μηνίσκος ο [minískos] Ο18 : 1. (μαθημ.) το γεωμετρικό σχήμα που ορίζεται από δύο τόξα, τα οποία έχουν κοινά άκρα και βρίσκονται προς την ίδια πλευρά της κοινής χορδής: Σε μια από τις φάσεις της η σελήνη φαίνεται σαν ~. 2. (ανατ.) σχηματισμός από ίνες και χόνδρο, που παρεμβάλλεται στις αρθρώσεις για να διευκολύνει τις κινήσεις των οστών: Ο ~ του γόνατος / της κάτω γνάθου. Mετατόπιση / ρήξη / αφαίρεση του μηνίσκου. Έπαθε μηνίσκο, για βλάβη του μηνίσκου του γόνατος.

[λόγ.: 1: ελνστ. μηνίσκος `σώμα σε σχήμα μισοφέγγαρου΄· 2: σημδ. γαλλ. ménisque (στη νέα σημ.) < αρχ. μηνίσκος]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...12   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες