Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
51 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεγαλο- [meγalo] & μεγαλό- [meγaló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & μεγαλ- [meγal], κυρίως σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. είναι μεγάλο σε διαστάσεις, μεγάλου σχήματος, ογκώδες: μεγαλόσωμος, μεγαλό σχημος. ANT μικρο-
1I1· μεγαλόσταυρος, Mεγαλόνησος. || για τα κεφαλαία γράμματα του αλφαβήτου: ~γράμματος, κεφαλαιογράμματος. ANT μικρο- 1I1. β. είναι μεγάλης, προχωρημένης ηλικίας: ~γυναίκα, ~κοπέλα· ~δείχνω, ~φέρνω. ANT μικρο- 1I1. 2α. επιτείνει τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό. ANT μικρο- 1I2: ~αστός, ~βιομήχανος, ~επιχειρηματίας, ~κτηματίας. β. (σε σύνθετα επίθετα ή ουσιαστικοποιημένα επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη σε μεγάλο, υψηλό βαθμό των στοιχείων που συνεπάγεται το β' συνθετικό: μεγαλόπνοος, μεγαλόψυχος. ANT μικρο- 1I2: μεγαλόφωνος· Mεγαλοδύναμος· Mεγαλόχαρη. 3. με ειδική σημα σία του επιθέτου μεγάλος: Mεγαλοβδόμαδο, ~ϊδεάτης. 4. (ιατρ.) δηλώνει παθολογική, υπέρμετρη ανάπτυξη, όσον αφορά το μήκος ή τον όγκο, του μέρους του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. μεγα- 12, μακρο-3). συνήθ. ANT μικρο- 1II3: μεγαλακρία, μεγαλοδοντία, ~κεφαλία, ~σπληνία· ~δακτυλία, μεγαδακτυλία. 5. σε ονόματα ζώων ή φυτών: ~βάτραχος, μεγαλόσαυρος. [αρχ. & λόγ. < αρχ. μεγαλ(ο)- θ. του επιθ. μέγας ως α' συνθ.: αρχ. μεγαλο-πρεπής, ελνστ. μεγαλο-μάρτυς & λόγ. διεθ. megalo- < αρχ. μεγαλο-: μεγαλό-σαυρος < νλατ. megalosaurus, μεγαλο-μανία < γαλλ. mégalomanie]
- μεγαλοαστικός -ή -ό [meγaloastikós] Ε1 : που έχει σχέση με τους μεγαλοαστούς· (πρβ. μικροαστικός): Mεγαλοαστικό κοινωνικό στρώμα. Mεγαλοαστική νοοτροπία / τάξη / οικογένεια.
[λόγ. μεγαλοαστ(ός) -ικός]
- μεγαλοαστός ο [meγaloastós] Ο17 θηλ. μεγαλοαστή [meγaloastí] Ο29 : αστός που ανήκει στο ανώτατο στρώμα της αστικής τάξης· (πρβ. μικροαστός).
[λόγ. μεγαλο- + αστός μτφρδ. γερμ. Grossbürger και κατά το γαλλ. grande bourgeoisie `ανώτερη αστική τάξη΄· λόγ. μεγαλοαστ(ός) -ή]
- Mεγαλοβδόμαδο το [meγalovδómaδo] Ο41 : (οικ.) η Mεγάλη Εβδομάδα.
[μεγαλο- + βδομάδ(α) -ο (πρβ. μσν. μεγαλοβδομάδα)]
- μεγαλογιατρός ο [meγalojatrós] Ο17 : γιατρός με μεγάλη φήμη, που εισπράττει πολλά χρήματα από τις υπηρεσίες που προσφέρει: Mέσα σε λίγα χρόνια τα κατάφερε κι έγινε ~.
[λόγ. μεγαλο- + γιατρός]
- μεγαλογράμματος -η -ο [meγaloγrámatos] Ε5 : μόνο στον όρο μεγαλογράμματη γραφή, που χρησιμοποιεί μόνο κεφαλαία, όχι μικρά γράμματα. ANT μικρογράμματη.
[λόγ. μεγαλο- + γραμματ- (γράμμα) -ος (διαφ. το μσν. μεγαλογράμματος `που έχει μεγάλα εμβλήματα σε σχήμα γραμμάτων΄)]
- μεγαλοδείχνω [meγaloδíxno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. μεγαλόδειχνα : (για πρόσ.) φαίνομαι μεγαλύτερης ηλικίας από ό,τι πραγματικά είμαι. ANT μικροδείχνω.
[μεγαλο- + δείχνω]
- μεγαλοδικηγόρος ο [meγaloδikiγóros] Ο18 : δικηγόρος με μεγάλη φήμη, που εισπράττει πολλά χρήματα από τις υπηρεσίες που προσφέρει.
[λόγ. μεγαλο- + δικηγόρος]
- μεγαλοδύναμος -η -ο [meγaloδínamos] Ε5 : (ως χαρακτηρισμός του Θεού) που είναι παντοδύναμος: Ο ~ Θεός. || (ως ουσ.) ο Mεγαλοδύναμος: Όλα πήγαν καλά· δόξα να ΄χει ο Mεγαλοδύναμος.
[ελνστ. μεγαλοδύναμος `πολύ δυνατός΄]
- μεγαλοεπιχειρηματίας ο [meγaloepixirimatías] Ο3 : επιχειρηματίας που ασχολείται με μεγάλες οικονομικές επιχειρήσεις.
[λόγ. μεγαλο- + επιχειρηματίας]