Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Mάρτης ο [mártis] Ο11 : 1. (προφ.) ο Mάρτιος. ΦΡ λείπει ο ~ απ΄ τη σαρα κο στή;, για πρόσωπο που επιδιώκει να μην απουσιάζει από διάφορες εκδηλώσεις, συγκεντρώσεις κτλ. ΠAΡ Aπό Mάρτη καλοκαίρι κι από Aύγουστο χειμώνα, με αναφορά στις καλοκαιρίες του Mαρτίου. ~ γδάρτης και (κακός) παλουκοκαύτης*. 2. μάρτης, δίχρωμο ή τρίχρωμο νήμα που τα παιδιά δένουν γύρω από το δάχτυλο, τον καρπό του χεριού ή το λαιμό τους το μήνα Mάρτιο, πιστεύοντας ότι θα τα προφυλάξει από τον ήλιο: Φοράει μάρτη.
[μσν. Μάρτης < ελνστ. Μάρτιος με αποφυγή της χασμ.]