Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Mάης ο [máis] Ο11 λογοτ. γεν. και Mαγιού : 1. (προφ.) ο Mάιος. || Πρώτη Mάη του 1968 ή ο γαλλικός ~, τα γεγονότα που σχετίζονται με την εξέγερση των Γάλλων φοιτητών κατά την εποχή αυτή. ΠAΡ Zήσε, Mάη μου / μαύρε μου, να φας τριφύλλι*. Στον καταραμένο τόπο (το) Mάη μήνα βρέχει, για τις πολλές και συνήθ. βλαβερές βροχές αυτού του μήνα. 2. στεφάνι με λουλούδια που φτιάχνουν την πρωτομαγιά. ΦΡ πιάνω το Mάη, πηγαίνω στην εξοχή για να γιορτάσω την πρωτομαγιά.
[μσν. Μάης < ελνστ. Μάϊος με αποφυγή της χασμ.]