Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Λαικισμος
1 εγγραφή
λαϊκισμός ο [laikizmós] Ο17 : ιδεολογία ή στάση που εκφράζεται κυρίως στην πολιτική και στην τέχνη και που χαρακτηρίζεται από υπερβολική και μη αυθεντική λαϊκότητα: H πολιτική της κυβέρνησης / της αντιπολίτευσης κυριαρχείται από φτηνό λαϊκισμό. Ο ~ στην τέχνη πήρε τη μορφή της στείρας και συντηρητικής προσκόλλησης στη μεσαιωνική παράδοση.

[λόγ. λαϊκ(ός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. populism]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες