Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κριτής
1 εγγραφή
κριτής ο [kritís] Ο7 : αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί να κρίνει, να αποφασίσει ή να αποφανθεί για κτ.: Οι κριτές του διαγωνισμού / των καλλιστείων / των αγώνων. Οι κριτές δυσκολεύτηκαν να αποφασίσουν. Δεν είναι δυνατόν να είσαι και ~ και κρινόμενος. || H γυναίκα μου είναι ο αυστηρότερος ~ μου. Mόνος ~ είναι ο λαός.

[αρχ. κριτής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες