Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κουασιμόδος
1 εγγραφή
Kουασιμόδος ο [kuasimóδos] Ο18 : σε μετωνυμία, ο εξαιρετικά άσχημος, ο δύσμορφος άνθρωπος.

[λόγ. < γαλλ. Quasimodo (ορθογρ. δαν.) όν. ήρωα του V. Hugo στο μυθιστόρημα Η Παναγία των Παρισίων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες