Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Kασσάνδρα η [kasánδra] Ο25α : σε μετωνυμία, για κπ. που κάνει δυσοίωνες προβλέψεις (όπως η μυθική Kασσάνδρα, η κόρη του Πριάμου και της Εκάβης): Mη γίνεσαι ~! Οι Kασσάνδρες προβλέπουν ότι η κατάσταση θα έχει πολύ κακή εξέλιξη.
[λόγ. < αρχ. Κασ(σ)άνδρα]