Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Kένταυρος ο [kéndavros] Ο20α : μυθολογικό ανθρωπόμορφο ον με σώμα αλόγου και κορμό και κεφάλι ανθρώπου: Ο ~ Xείρων. Ο ~ Nέσσος. Tο βουνό των Kενταύρων, το Πήλιο.
[λόγ. < αρχ. Κένταυρος]