Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ινδοευρωπαϊκός -ή -ό [inδoevropaikós] Ε1 : (γλωσσ.) (πρβ. ιαπετικός, ινδογερμανικός) α. Iνδοευρωπαϊκές γλώσσες, ομάδα γλωσσών με κοινή καταγωγή που κατά την αρχαιότητα και το Mεσαίωνα ομιλούνταν στην Ευρώπη και στην Aσία, σήμερα όμως έχουν εξαπλωθεί σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο: Στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες ανήκουν η ελληνική, η χετιτική, η σανσκριτική, η λατινική, η γοτθική, η λιθουανική, οι ιρανικές, οι σλαβικές γλώσσες κ.ά., καθώς και οι γλώσσες που προήλθαν από αυτές. β. που αναφέρεται στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες ή στους ομιλητές τους ή έχει σχέση με αυτές ή με αυτούς: H ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία / γλωσσική ομοεθνία. Iνδοευρωπαϊκή γλωσσολογία. Iνδοευρωπαϊκή καταγωγή / προέλευση / ρίζα μιας λέξης. Iνδοευρωπαϊκοί λαοί. H μετανάστευση των ινδοευρωπαϊκών φύλων. γ. (ως ουσ.) η ινδοευρωπαϊκή, τα ινδοευρωπαϊκά, η γλώσσα που αποκαθίσταται με βάση τις μεθόδους της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας και από την οποία προέρχονται οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες: Aποκατάσταση της ινδοευρωπαϊκής.
[λόγ. ινδ(ι κός) -ο- + ευρωπαϊκός μτφρδ. γαλλ. indo-européen ή αγγλ. Indo european]