Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θρησκοληψία η [θriskolipsía] Ο25 : η ιδιότητα του θρησκόληπτου· η υπερβολική αλλά και απλοϊκή προσήλωση σε κάθε είδους θρησκευτικές αντιλήψεις και προλήψεις.
[λόγ. θρησκό(ληπτος) -ληψία, σφαλερή δημιουργία κατά το ελνστ. θεοληψία `θεϊκή έμπνευση, πρόληψη΄]