Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Θρησκοληψία
1 εγγραφή
θρησκοληψία η [θriskolipsía] Ο25 : η ιδιότητα του θρησκόληπτου· η υπερβολική αλλά και απλοϊκή προσήλωση σε κάθε είδους θρησκευτικές αντιλήψεις και προλήψεις.

[λόγ. θρησκό(ληπτος) -ληψία, σφαλερή δημιουργία κατά το ελνστ. θεοληψία `θεϊκή έμπνευση, πρόληψη΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες