Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Θέμιδα η [θémiδa] Ο28 & (λόγ.) Θέμις η [θémis] Ο γεν. Θέμιδος : 1. η αρχαία ελληνική θεά, η προσωποποίηση της έννοιας της δικαιοσύνης. 2. η δικαστική εξουσία: Ο Nαός της Θέμιδος, το κτίριο που στεγάζει τα δικαστήρια. Λειτουργοί της Θέμιδος, οι δικαστικοί και οι δικηγόροι. Σπαθί / ζυγός της Θέμιδας, τα σύμβολα της δικαιοσύνης.
[λόγ. < αρχ. Θέμις & μεταπλ. -ις > -ιδα για προσαρμ. στη δημοτ. αναλ. προς άλλες λ. σε -ις, αιτ. -ιδα, π.χ. αρχ. ἔρις, αιτ. -ιδα (πρβ. λαϊκό θέμη)]