Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Εφιάλτης ο [efiáltis] Ο10 : χαρακτηρισμός ανθρώπου που πρόδωσε τα εθνικά συμφέροντα ή τα κοινωνικά συμφέροντα της τάξης στην οποία ανήκει (όπως ο Εφιάλτης που πρόδωσε στους Πέρσες τους τριακοσίους του Λεωνίδα, στις Θερμοπύλες): Στη μακρόχρονη ελληνική ιστορία δυστυχώς δεν έλειψαν και οι Εφιάλτες.
[λόγ. < αρχ. Ἐφιάλτης]
- εφιάλτης ο [efiáltis] Ο10 : 1.τρομακτικό όνειρο που συνοδεύεται από αγωνία και αίσθημα δυσφορίας: Ξυπνάει τη νύχτα από εφιάλτες. Είχα / έβλεπα εφιάλτες. Nυχτερινοί εφιάλτες. 2α. για να χαρακτηρίσουμε κτ. πολύ δυσάρεστο που είχε τρομερές συνέπειες ή που εγκυμονεί τρομακτικούς κινδύνους: Έζησαν τον εφιάλτη της πείνας. Ο ~ πυρηνικού πολέμου. Zούμε σε έναν εφιάλτη / σαν σε εφιάλτη. || για δυσάρεστη ή κουραστική κατάσταση ή γεγονός: Οι εξετάσεις μού έχουν γίνει ~. Tο χρέος είναι ο ~ μου. Γλίτωσα από τον εφιάλτη του πρωινού ξυπνήματος. β. άτομο που δημιουργεί σε κπ. δυσάρεστες καταστάσεις: Οι δανειστές του είχαν γίνει ο καθημερινός ~ του.
[λόγ. < αρχ. ἐφιάλτης]