Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Ευρωπαίος ο [evropéos] Ο18 θηλ. Ευρωπαία [evropéa] Ο26 : 1.ο κάτοικος της Ευρώπης. || (ειδικότ.) ο κάτοικος της Δυτικής Ευρώπης. || (ως επίθ.): Οι Ευρωπαίοι εταίροι μας. 2. θετικός χαρακτηρισμός ανθρώπου πνευματικά καλλιεργημένου, με κοινωνική αγωγή και με δημοκρατική νοοτροπία: Γίναμε / πρέπει να γίνουμε Ευρωπαίοι.
[λόγ. < ελνστ. Εὐρω παῖος (αρχ., ιων. διάλ. Εὐρωπήϊος)· λόγ. Ευρωπαί(ος) -α]