Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγκαιροφλεγής -ής -ές [engeroflejís] Ε10 : για οβίδα, βλήμα κτλ., που μπορεί να ρυθμίζεται έτσι, ώστε να αναφλέγεται σε ορισμένο σημείο της τροχιάς του.
[λόγ. έγκαιρ(ος) -ο- + φλεγ- (φλέγομαι) -ής]