Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Εωσφόρος ο [eosfóros] Ο18 : 1.το όνομα του αρχηγού των αγγέλων που αποστάτησαν και εκδιώχτηκαν από τον Παράδεισο, εξαιτίας της αλαζονείας τους· Σατανάς. || πολύ αρνητικά φορτισμένος χαρακτηρισμός ανθρώπου αλαζόνα. 2. (αστρον.) ο Aυγερινός.
[λόγ.: 2: αρχ. ῾Εωσφόρος· 1: ελνστ. ῾Εωσφόρος σημδ. (ελνστ.) εβρ. `το φωτεινό άστρο΄]